ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
Το να επισκεφθεί ένας Έλληνας την Αγια-Σοφιά, δεν είναι πια ένα θρησκευτικό προσκύνημα. Ούτε καν εθνικό χρέος. Είναι χρέος αυτογνωσίας. Όπως είναι χρέος αυτογνωσίας η επίσκεψη στον Παρθενώνα. Αυτογνωσίας του, γεννήσαντος τους τέσσερις πολιτισμούς, Ελληνικού Τρόπου. Που είναι τρόπος του α-ληθεύειν. Τα δυο αυτά μνημεία δεν είναι άλλο παρά ο καλλιτεχνικός συμβολισμός του ίδιου εκείνου τρόπου. Με μόνη διαφορά ότι βρέθηκε απλώς σε δυο διαλεκτικά αντίθετες εσχατολογικές στάσεις του ανθρώπινου πνεύματος. Η μεν προ Χριστού στο «κατ’ αλήθειαν ζην», που η αισθητική της έκφραση είναι το «Ωραίο», η δε μετά Χριστόν στο «ζην εν τη αληθεία», που εκείνης αισθητική έκφραση είναι το «Υψηλό».
Τέσσερα τόξα βαστάζουν τον μεγάλο τρούλο του ναού, τον αντιστηρίζουν δε (ανατολικά και δυτικά) δυο κόγχες, ενώ τα άλλα δύο τόξα είναι πλήρη με τοιχοποιία, εν τούτοις διάτρητη. Οι δυο κόγχες όμως δεν είναι ολοκληρωμένες ως τεταρτοσφαίρια. Τρεις μικρότερες δημιουργούνται στη γένεσή τους, η μια αξονικά οι άλλες πλάγια, προσδίδοντας αριστοτεχνική δραματουργία στην αντιστήριξή τους, εμπλουτίζουν τη σύνθεση του μεγαλοφυούς αυτού έργου. Τα πλάγια κλίτη, που διατηρούνται μόνο στα 2/5 του ύψους του ναού, διαδραματίζουν, ημιφωτιζόμενα, κυρίαρχο ρόλο στην ανάδειξη του χώρου ως ατέρμονου.
Ο σχεδιασμός ιερού ναού, ασφαλώς, αποτελεί μείζον συνθετικό πρόβλημα για την αρχιτεκτονική τέχνη. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης αναρωτιέται για το θείον και,
στην ουσία, στοιχειοθετεί και το πρόβλημα της ναοδομίας: "Πώς παραστήσω το άυλον; Πώς να δείξω το αιδές; Πώς διαλάβω το αμέγεθες, το άποσον, το άποιον, το ασχημάτιστον, το μήτε τόπω, μήτε χρόνω ευρισκόμενον, το εξώτερον παντός πειρασμού, και πάσης οριστικής φαντασίας; Όμως, δίνει την απάντηση οραματιζόμενος έναν νέο τύπο ναού τον οποίο, σε επιστολή που απευθύνει στον επίσκοπο Ικονίου Αμφιλόχιον στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ., με ακρίβεια περιγράφει και με σοφία αντιμετωπίζει την κατασκευή του.